ἀκοίμιστος

ἀκοίμιστος
ἀκοίμιστος, ον, dub. in D.S.38/39.17;
A gloss on ἀκατεύναστος, Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀκοίμιστος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοίμιστος — η, ο (Α ἀκοίμιστος, ον) [κοιμίζω] αυτός που δεν τόν έχουν κοιμίσει ή που δεν μπορεί κανείς να τόν κοιμίσει …   Dictionary of Greek

  • ακοίμητος — ακοίμητος, η, ο και ακοίμιστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπόρεσε να κοιμηθεί: Όλη τη νύχτα ήταν ακοίμητος. 2. αυτός που αδιάκοπα επιτηρεί κάτι: Ακοίμητοι φρουροί των συνόρων. 3. αυτός που υπάρχει πάντα, που δεν ησυχάζει:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”